Εγώ άρχισα τη δουλειά στα κάρα
μετά την κατοχή. Μόλις έφυγαν οι Γερμανοί. Από πολύ μικρό παιδάκι. Εγώ ήμουνα καραγωγέας. Και το 1961 μας είπανε ότι όποιος θέλει να κόψει το κάρο, μπορεί να κάνει τα χαρτιά του,
να πάρει άδεια δημοσίας χρήσεως και να πάρει τρίκυκλο. Και πήρα και εγώ το τρίκυκλο.
Την εποχή εκείνη όλα τα κάνανε με τα κάρα. Κουβαλούσανε άμμο, χώματα, πέτρες.... Με τα χέρια κουβαλούσαμε. Είχαμε πέντε άλογα και παίρναμε και άλλα δέκα μεροκάματο και δουλεύανε. Και στέλναμε τα κάρα για μεροκάματο, ογδόντα δραχμές τότε.
Τα κάρα ήτανε τρεις πιάτσες. Η μια του λιμανιού, μια της Χανιόπορτας και μια του Τσοπανέ, στου Θεοτοκόπουλου (το πάρκο). Εμείς ανήκαμε στις δύο.
Στο λιμάνι ήτανε τα μακριά κάρα, η Χανιόπορτα και με τα μακριά και με τα βαθιά, ο Τσοπανές ήτανε βαθιά κάρα.
Τότες δουλεύανε όλα τα κάρα. Πηγαίνανε στα ζευγάρια, δεν υπήρχανε τότες μηχανήματα και πηγαίναμε και ζευγαρίζαμε, κάναμε μεταφορές, μετακομίσεις...
Εγώ πήγαινα στο λιμάνι και έπαιρνα τους τουρίστες με τα πράματά τους και τους πήγαινα στο ξενοδοχείο, απέναντι από τη Νομαρχία.