Μαρκόπουλος Δευκαλίων
Οι βεγγέρες

Τότε στις γειτονιές του Ηρακλείου τα σπίτια δεν κλείδωναν, ούτε είχαν εσωτερικές πόρτες...Έφευγε η νοικοκυρά να ψωνίσει και η πόρτα έμενε ανοικτή με το κλειδί επάνω. Εάν την έψαχνε η γειτόνισσα, έμπαινε μέσα στο σπίτι, τη φώναζε και αν δεν την έβρισκε έφευγε.

Ήταν πραγματικά υπέροχο πράγμα η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη μεταξύ των οικογενειών. Ήταν κάτι το ζηλευτό! Όταν κάποιος από την οικογένεια αρρώσταινε σε ένα σπίτι, για τη γειτονιά, ήταν μέγα γεγονός! Όλοι έτρεχαν να συνδράμουν, εάν είχε ανάγκες το σπίτι. Η νοικοκυρά του σπιτιού φρόντιζε να στολίσει το κρεβάτι με καλύτερα σεντόνια και δαντελένια μαξιλαρόφυλλα, γιατί την ίδια μέρα θα δεχόταν επισκέψεις για τον άρρωστο, ... μέχρι και βάρδιες για να τον περιθάλψουν....

Το άλλο χαρακτηριστικό της γειτονιάς ήταν το σκουτελικό! Όταν μια γυναίκα έφτιαχνε ένα ωραίο φαγητό, έπρεπε απαραιτήτως να γεμίσει κάποια πιάτα και να τα πάει στις πιο αγαπητές γειτόνισσες. Και τα πιάτα επέστρεφαν σπίτι με άλλο σκουτελικό από τις γειτόνισσες. Ποτέ άδεια!

Τα βράδια, τότε που δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, τα απογευματάκια πριν να σουρουπώσει, όλος ο κόσμος έκανε βεγγέρες. Οι γυναίκες έβγαιναν με τα κεντητά τους στις ασπρισμένες αυλές των σπιτιών, που ευωδίαζαν από τα λουλούδια στις γλάστρες και έπιαναν κουβέντα μεταξύ τους.

Η αυλή του σπιτιού μας στην πλατεία Κοραή είχε γνωρίσει μεγάλες δόξες, αφού τα βραδάκια μαζευόταν σχεδόν όλη η γειτονιά, οι γυναίκες ετοίμαζαν και προσέφεραν μεζεδάκια και κάποια στιγμή έβγαινε μια κιθάρα, ένα μαντολίνο και τότε άρχιζαν τα «πρίμα σεκόντα».


, - (φωτ. Εργαστήριο Πολυμέσων)