Για την επικοινωνία της οχυρωμένης Κάντια με τον «έξω κόσμο» υπήρχαν διάφορες είσοδοι ενταγμένες στον αμυντικό της περίβολο. Ανάλογα με τη χρήση τους οι πύλες αυτές διακρινόταν σε αστικές, δηλαδή εκείνες που, εκτός από την άμυνα, εξυπηρετούσαν και τις ανάγκες μετακίνησης πολιτών και αγαθών, και αμιγώς στρατιωτικές, που χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά και μόνο από τη φρουρά της πόλης, όπως η πύλη Βηθλεέμ Ασχέτως της χρήσης τους, όμως, όλες, σχεδόν, αυτές οι πύλες βρισκόταν κοντά σε προμαχώνες ή άλλα ισχυρά σημεία της οχύρωσης ώστε να προστατεύονται επαρκώς σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης.
Διαθέτοντας ειδική φρουρά και εφοδιασμένες με μεγάλες ξύλινες πόρτες που άνοιγαν με την ανατολή του ηλίου και έκλειναν με τη δύση, οι πύλες της πρώτης κατηγορίας (του Αγίου Γεωργίου, του Ιησού και του Παντοκράτορα) συνέδεαν την πόλη με την ενδοχώρα. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτιζαν και οι λεγόμενες παράκτιες πύλες που εξασφάλιζαν την επικοινωνία της πόλης με το λιμάνι και τη θάλασσα: η πύλη του Μόλου, η πύλη των Νεωρίων, η πύλη του Δερματά, η πύλη της Σαμπιονάρα και η πύλη του Αγίου Ανδρέα (οι τελευταίες δίπλα στους ομώνυμους προμαχώνες).
Οι περισσότερες από αυτές, συνέχισαν να χρησιμοποιούνται και κατά την οθωμανική περίοδο, ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Τότε, η εμφάνιση των πρώτων αυτοκινήτων στο νησί κατέστησε ανεπαρκείς τις παλιές βενετσιάνικες πύλες, ενώ, συνήθως σε μικρή απόσταση από αυτές ανοίχθηκαν νέες είσοδοι που μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τις σύγχρονες συγκοινωνιακές ανάγκες.
Σχέδιο που απεικονίζει τις πύλες των τειχών, 2004 (Αντώνης Κατζουράκης, Εργαστήριο Πολυμέσων)